- τορευτός
- -ή, -ό1. λαξευτός, σκαλιστός, σμιλευτός: Η ζωφόρος του Παρθενώνα είναι τορευτή.2. περίτεχνος: Εξώφυλλο βιβλίου τορευτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τορευτός — worked in relief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτός — ή, ό / τορευτός, ή, όν, ΝΜΑ [τορεύω] αυτός που έχει φιλοτεχνηθεί με την τέχνη τής τορευτικής, γλυπτός, σκαλιστός (α. «τορευτὸν ποτήριον», Μέν. β. «τορευτὸν ἅρμα», Διόδ.) μσν. αρχ. επεξεργασμένος με επιμέλεια, περίτεχνος … Dictionary of Greek
τορευτόν — τορευτός worked in relief masc acc sg τορευτός worked in relief neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτοῖς — τορευτός worked in relief masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτούς — τορευτός worked in relief masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτή — τορευτός worked in relief fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτῷ — τορευτός worked in relief masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορευτά — τορευτά̱ , τορευτής one who works in relief masc nom/voc/acc dual τορευτής one who works in relief masc voc sg τορευτής one who works in relief masc nom sg (epic) τορευτός worked in relief neut nom/voc/acc pl τορευτά̱ , τορευτός worked in relief… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτόρευτος — ον, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσο τόρευτος] … Dictionary of Greek
χρυσοτόρευτος — ον, Α κατεργασμένος, στολισμένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χαλκο τόρευτος] … Dictionary of Greek